μονοσχημοσύνη

μονοσχημοσύνη
μονοσχημοσύνη, ἡ (Μ) [μονόσχημος]
(για τη θεότητα) το να έχει κάτι ένα μόνο σχήμα, μια περιβολή, το να μην αλλάζει σχήμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”